- χαλκογένειος
- -ον, Αχαλκόγενυς*.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + -γένειος (< γένειον), πρβλ. μακρο-γένειος, ὀξυ-γένειος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek
χαλκογένεια — χαλκόγενυς with teeth of bronze neut nom/voc/acc pl χαλκογένειος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)